ποιητική συλλογή-εκδόσεις Zita Pi

ποιητική συλλογή
εθεάθην μισός
Γιάννης Κωσταρής






σχέδιο-κούκλες:
άγγελος ροματζής

γραφιστική επεξεργασία:
γιάννης σιόβας







εθεάθην μισός
...μ' άφηνες να φεύγω                                                                     
μες τους κήπους να χάνομαι
τα δέντρα να χιμίζω με μανία
να χοροπηδώ
πάνω στα καταριγμένα μήλα
κι ύστερα
πάλι να φεύγω
να φεύγω για όπου
και συ
μόνο με κοίταζες
και δε μιλούσες
αγάπη ήταν ή περιφρόνηση

εθεάθην  μισός πανεπιστημίου γωνία
με τις τσέπες γεμάτες μισοφαγωμένα μήλα




άνθρωπος

γύρισες πάλι μέσα μου απέραντε θεέ
νιώθω την άπλα σου παντού
το δέρμα μου γέμισε παραθύρια
Όλος σου ο αέρας μέσα μου φυσάει
τυλίγει τα εντόσθια μου
το αίμα μου κυματίζει
Όλος μπαλόνι έγινα
και όλο ανεβαίνω
ανεβαίνω
εκεί ψηλά αν με δεις
σε παρακαλώ 
μη με τρυπήσεις
άσε με μόνο μου αργά
αργά να ξεφουσκώσω
και πίσω να πέσω μαλακά

άδειο πλαστικό
μα θα ακουμπάω χώμα




άρνηση
Όχι οι απομείναντες αυτού του κόσμου
τ’ αρνηθήκαμε
Όχι ματωμένοι ιστοί
μόνο οι απλωμένες των ονείρων μας σκιές                                                   

πούθε φυσά η νιότη σου τις ξεχασμένες λέξεις
πώς αφεθήκαμε έτσι εδώ μονάχοι













Τανιπέρλα* των ονείρων                                                
αυτοματοποιημένη τροπή                                                          
Τανιπέρλα βρυχηθμός                                                  
μαντρωμένων βουνών                                                           
Τανιπέρλα έξαλλο αλληλούια                                       
αρχέγονων φυλών.                                                                    
                                                                                                 
με κέρατα κατσίκας                                                                   
χαράζουν σε τοτέμ λόγια απαγορευμένα/μελλοντικές ανάσες   
με χρώματα πορφυρά                                                               
ξανοίγουν την ψυχή σε ανυπέρβλητες εκστάσεις                                                                                              
με μάτια τα μόνα φανερά
ανασταίνουν πριονισμένες αντοχές                                         

Το κάλεσμα είν' εδώ




* Τανιπέρλα σημαίνει κοιλάδα της Πέρλα και είναι πόλη στην περιοχή του Μεξικού chiapas.

Η chiapas δεν είναι απλά ένας ακόμα τόπος στον χάρτη.
Είναι κυρίως ένας τόπος αξιοπρέπειας...οι κάτοικοι του, ιθαγενείς, πίσω απ τα μαντήλια τους μιλούν μια γλώσσα αλλιώτικη απ' αυτές που συνηθίσαμε.Μιλούν για ελευθερία,για αξιοπρέπεια,για μια ζωή που δεν μπορεί να  ανήκει σε κανέναν άλλο πάρα μόνο σε αυτούς τους ίδιους.
Είναι οι zapatistas.Είναι καταπιεσμένοι.Είναι εξεγερμένοι.
Η φωνή τους είναι παντού.
                                                                                     

                                                                                                                πρώτη δημοσίευση του ποιήματος
                                                                                                                                                     περιοδικό Αλάνα τεύχος 5, Ιούνης 2007 






Διόνυσος
κατά το ηλιοβασίλεμα τράβηξε
κατά τον ήλιο και μόνο
σάλεψε
μίλησε στις άδειες φωλιές
παρουσία του αστυφύλακα μάλωσε τον εαυτό του
και “το ίδιον αυτό βράδυ παραγκώνισε τας χίμαιρας του..”
και με κάρβουνα τις ενοχές του
έκαψε μέσα του όλα τα αναθέματα της γης
ύστερα με ένα αργόσυρτο μακροβούτι στα απόνερα της καθαριότητάς του ξεκίνησε το ταξίδι 
η εισαγωγή του στον κόσμο ήταν μοιραία και ο σκοπός της
ακόμα διέλαθε της προσοχής του
μα δεν υπήρχε φόβος
όλες οι αμαρτίες του είχαν πια σωρευτεί μέσα στη μήτρα του σταχυού
και το στόμα μοναχό υμνολογούσε:

-Ω Διόνυσε!
μας επισκέφτηκες και πάλι – καλοσύνη σου!  -
με τα μεθυστικά κλαριά σου και το κυκλωτικό σου ροδοπάτημα
ω πόσο γλυκά βυθίζεσαι μες τα συνταραγμένα κορμιά
ω πόσα άγρια ξενύχτια παλεύουν να τα πάρεις μέσα σου
να τα ταΐσεις την κρέμα σου
να τα ημερέψεις

-παραφορά η έλλειψή σου
μα η παρουσία σου ακόμα πιο παραφορά
δε θέλω πια να λείπεις καμιά νύχτα από κοντά μου _ γιατί όχι και μέρα
κράτα τα σώματα υγρά
χτύπα τις πτώσεις με οργασμούς
στήσε μας πάλι όρθιους και συμπαγείς
χτύπα
οι ανίες να ξεχυθούν στα μάρμαρα
να σπάσουν οι αλυσίδες των πλωτών συμβιβασμών

λέει:
-άστε τα μαύρα πάνω σας
τα χνάρια πίσω σας
άστε τα πεταμένα σπέρματα
τριγύρω στα κορμιά σας
φαγώθηκε η νιότη μας
απ’ τις φιλοφρονήσεις και τις παρεξηγήσεις
_σα σανίδα επιπλέει τώρα του κουτουρού

-βάλε πλώρη για διάσωση
και κράτα πορεία
απώλεσε έστω μια νότα απ’ την αρμονία της δύναμής σου

-κατέρρευσε η παλίρροια του επίπλαστου_ άλλαξε θέση ο ουρανός
κατ’ αλλού γύρισε ο ανεμοδείκτης
φαντάστηκες ότι ζεις
και ειν’ αλήθεια






ατρομάτομα
οι φυσικές μου διαδρομές
δεν είναι πια δρόμοι που οδηγούν σε πλατείες ,καφέ και σπίτια
ούτε σε θάλασσες ,εξοχικά και τέτοια
είναι σκάλες τ' ουρανού
αιωρούμενες 
μια στροφή να πάρω λάθος θα πέσω 
θα χαθώ για πάντα
αλλά δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος 
ιδέα μου είναι
η πορεία στον ουρανό είναι εντέλει πολύ πιο σίγουρη απ΄ όσο νομίζουμε
πολύ πιο ασφαλής πάντως από μια διαδρομή στην όποια εθνική 
έτσι λοιπόν κι εγώ
συναναστρέφομαι τ' αστέρια

χτες καθώς πετούσα
πέρασε από δίπλα μου ένας τρελός που ήθελε λέει μόνο να πεθαίνει
διαρκώς
χωρίς ούτε μιαν ανάσα ζωής 
ο θάνατος είναι το πιο στέρεο πράμα στον κόσμο, έλεγε και ξανάλεγε
από πίσω του έτρεχε μια μάνα 
ίσως δικιά του, ίσως αλλουνού
δεν ήθελε να τον σταματήσει αλλά ούτε και μπορούσε
μάλλον έτρεχε ξωπίσω του από συνήθεια
τι να σου κάνει μόνο μια μάνα 
έπρεπε όλοι να είχαμε πολλές

και πιο πολύ εμείς οι αμετακίνητοι
που ποτέ δεν κάνουμε το βήμα
άγνωστο γιατί
εμείς οι φρουροί του κόσμου
που ποτέ δεν αφεθήκαμε 
σαν κάτι να φυλάμε ,σαν για κάτι να αγρυπνούμε ακούραστα
εμείς είμαστε που χρειαζομαστε όχι μία 
αλλά πολλές μάνες
κι όμως
εμάς δε μας θέλει ούτε η δικιά μας
ποια μάνα θελει να βυζαίνει ένα τρελό παιδί που μονίμως αγρυπνά
που ποτέ δεν κλείνει μάτι
ένα παιδί που μόνο ρωτά
και συνέχεια κοιτά τον ουρανό 
για μας 
δεν υπάρχει μάνα σε τούτο τον κόσμο

μόνο αν γίνουμε μάνα ο ένας για τον άλλο
μα δεν ξέρουμε πώς...
κι η ψυχή 
ή δεν αντέχει ή μας δοκιμάζει
ένα απ' τα δύο
γιαυτό θέλει δόλωμα
καλό 
για να την ξεγελάμε 
να τσιμπάει και να ξεχνιέται
πρέπει να ξεχνιέται
όχι όπου να ναι, μα εκεί που
οι δρόμοι είναι άπειροι κι ανοιχτοί
κι όποιον και να πάρεις  κάπου θα βγεις

εκεί μόνο βρήκα μάνα
εκεί έχει μάνες πολλές για μας
με στήθια ηλιόλουστα, απλωμένα 
γεμάτα  μουσική




υπαρξιακό ατόπημα
κι αφού πρέπει να πίνω και να τρώω για να στέκομαι όρθιος 
κι αφού η ψυχή για να σταθεί κι αυτή πρέπει να συνομιλεί
γιαυτό λοιπόν σας μιλώ
γιαυτό σας αγκαλιάζω

και μη γελιέστε
τίποτα δεν ειν' επιλογή μου
ποιός ειν' αυτός που θαρρεί πως επιλέγει
να ρθει εδώ και να μας πει τον τρόπο
γιατί εγώ δεν τον ξέρω
ούτε θα τον μάθω

σας κοιτώ με όση αλήθεια μπορεί να σηκώσει ψυχή ανθρώπου

και σας το ξαναλέω
τίποτα δεν επιλέγω

και τίποτα άλλο δεν είμαι
παρά αυτό που γίνομαι ερήμην μου
κάθε στιγμή

γιαυτό σας μιλώ





Των ονείρων
Μήπως άργησα να αφουγκραστώ τα πλήθη;

Πολλές μέρες περάσανε αδειανές..
Ίσως να ήταν οι βάρβαροι πολλοί
Ίσως πάλι η κούραση μεγάλη ν’ ανοίξω τα πανιά
και τα όνειρα… μονάχα τους να στέκουν

Τριφτήκανε πια απ την πολλή τη χρήση
τους χρώσταγα πολλά
μα τ’ άφησα έτσι
άπραγα να με κοιτούν
αλλά όχι δίχως λόγο

Όλες μου τις νύχτες
τα ζύμωναν ακούραστα
Οι φόβοι
τα μπόλιαζε προσεχτικά
Η περηφάνια
Και τα’ καναν εν τέλει καράβια νικηφόρα

-Υιοί μου και κόρες μου
Παιδιά μου, που με κοιτάτε μ’ απορία
ποτέ δε σας εγκατέλειψα 
Μόνο σας μεγαλώνω…




Η γυναίκα στο παράθυρο του κόσμου ( στην Κ.Λ )
Γύρισες και κοίταξες τη πόρτα
Δεν ήταν κανείς
Αλλά κι αν ήταν
πάλι θα τον φίλευες αγάπη
Πόσες φορές δεν έτριξε ετούτη η πόρτα
Ποτέ δε θέλησες να την κλείσεις
Ούτε καν να την μαγκώσεις με ένα διπλωμένο χαρτί
Ούτε το παραθύρι έκλεινες
Το κοίταζες επίμονα.
Ώρες πολλές, χρόνια
Ήταν το δικό σου
Το παράθυρό σου
Κι όλα περνούσαν από κει
Πουλιά τραυματισμένα όνειρα μηχανές σπασμένες μέρες και νύχτες
Και τα θωρούσες
Με μια ασίγαστη σιωπή
Αμίλητη και δροσερή
σαν ένα από κείνα τα γνώριμα σου πρωινά
που όλα τα κοίταζες
με τη σιγουριά του λουλουδιού π’ ανθίζει

Ποτέ σου δε φοβήθηκες να δεις
Κι ούτε που σκέφτηκες τίποτα να κλείσεις

Τ’ άφηνες όλα ανοιχτά
Ανοιχτά
Να λιώνουνε οι θάνατοι μέσα στο φως
και να φωτίζεται ο δρόμος...





βαρούλκο πονηρών προθέσεων
Τα λόγια





Οι μέρες
“Απλώς απεφάνθην
Απλώς ανέκοψε τας προσευχάς του και αιματοκύλησε
πίσω εις τας προθέσεις του
Ποιά μοιχαλίς σε έκραξε
Τί αποστέρησες στα νιάτα σου
Τί απέκρυψες απ’ τις κόρες των ομοούσιων οργασμών..”

Πονηρές μεταμέλειες εξέχυσαν οι δακρυγόνες βέργες

Μα τί ευχήθηκες
Τί ήλπισες
Τί ονομάτισες ως πρέπον και ως ιδεατόν

Τώρα καημένε
μάζεψε τη μέθη της παραλυσίας σου
Και όδευσε προς τα άγονα μεσημέρια της πλάνης σου

Οι μέρες μας είν' μετρημένες
Οι μέρες μας ειν’ γυναίκες

Δε συχωρούν τους βιασμούς των


            


Ψυχανθές
Μπροστά στην ομορφιά
τί τάχα αξία να ‘χουνε η τάξη και ο ύπνος

Όταν γεννιέται η ποίηση
σωπαίνουν οι θεοί
κι οι άνθρωποι βουρκώνουν

Τί κι αν δε μίλησα καιρό
τί κι αν τη χάρη έψαξα σε κήπους πλουμιστούς
Τώρα τη βλέπω εμπρός μου εδώ
στην πέτρα μέσα να γεννιέται
Κι ειν’ τούτη η αγρύπνια
ο πιο γλυκός ο ύπνος



Η σφήκα
Ας μη μας φάει η σφήκα της δύναμης
ας κουρνιάσουμε γλυκά μες τα ποδάρια μας
να δούμε για λίγο ουρανό
ας είμαστε καλοί
μ'αυτά που ξέρουμε και αγαπάμε

αυτά ειν΄ τα δικά μας
και το παραπέρα του θεού



        
Το αγόρι της παλίρροιας
Εσύ

Μικρό αγόρι της παλίρροιας που ρίγας στον μέσον
του άδειου με το γεμάτο
Σκέψου
Τον βηματισμό χωρίς τα βήματα
Τον παφλασμό χωρίς τα κύματα

Σκέψου
Την Αγάπη χωρίς εμάς





Η ανοησία πια πληγή
Τόσοι λίγοι. Τόσο μισοί

Ψάχνω Έναν
Να τρέξουμε στ’ απόμερα
Να τρέξουμε στ’ αφύσικα
Να τρέξουμε στ’ αλλιώτικα
Στις θύελλες να ανοιχτούμε

Να μας χτυπούν στα μέτωπα σπόροι που ξεφυτεύτηκαν
και τράβηξαν δικό τους δρόμο
Κελαηδίσματα που πήραν μοναχά τις στράτες
Λάβες που τσιμεντώνουν τ’ άλματα τα τολμηρά
Πύρινα αγάλματα που δρασκελίζουν τον αέρα

Αυτά.
Αυτα να μένουν πίσω
Τα γνήσια μνημεία που η ζωή λαξεύει
Όχι τ’ άλλα
Εκείνα των μουσείων
Εκείνα των ανοήτων


Μέρα με τη μέρα
μας παίρνουνε
Μας παίρνουνε μακριά
και δε μιλάμε

Δύσκολο να ‘σαι Άνθρωπος
Το ξέρω
Και τούτα τα φύλλα δε λένε πια να ξεραθούν
και να τα πάρει ο αέρας


Αρνούμαστε τις ζωές μας
Κι όλο γι αυτές μιλάμε
Μα μόνο παραμιλάμε
Ξεκρέμαστοι από θεούς
και μισοκρεμασμένοι
στην κάνη της επινοημένης Αρετής

Όσο ακόμα τ’ αλόγα
σκύβουν κάτω απ τον ήλιο
κι όσο το μεσημέρι με παίρνει στους χυμούς του
ανασηκώνοντας το χώμα απ την ανατριχίλα
Εγώ
θα ψάχνω αυτό τον μειλίχιο συντονισμό
της ζώσας ρυθμικής Αρχής με τούτο το γυαλί
που μέσα μου λαμποκοπά
με τούτο το λεπίδι που κόβει των ανέμων την συνενοχή
και τ’ ουρανού το άλγος

Θα ψάχνω σαν ρυάκι που ξεστράτισε
πάνω στο κοκκινόχωμα
Θα ψάχνω κι όταν δεν είμαι εδώ
κι η σάρκα μου θα θρέφει τους βασιλικούς
Θα ψάχνω μες το Άδη αγριεμένος
Περνώντας απ' τα κουφάρια ένα ένα
Περνώντας απ’ τους θρήνους τους απονενοημένους
Να βρω
Να βρω εκείνα τ' άθλια απομεινάρια
Των Ευσεβών
Να τους ζητήσω το λόγο
Που οι ανόητοι χαραμίσαν τη ζωή τους
Μαζί και τη δική μου





           big bang
Μέσα στα μάτια σου
τα χρώματα της ίριδας
δεν είν’ άλλο
παρά οι εκρήξεις της ύλης την ώρα της δημιουργίας
Κι οι χαρακιές αυτές μες στις παλάμες σου
δεν είν’ άλλο
παρά οι ιχνηλασίες των πλανητών
            μέχρι να πάρουν την τελική τους θέση
Κι η νοσταλγία σου η τόση
Τί άλλο να ‘ναι
παρά η πρώτη εκείνη εικόνα του απείρου
που μέσα μας ρουφήξαμε ως την ρίζα
            μάζες ατελεύτητες ακόμα
            προτού στον κόσμο περπατήσουμε

Τον είδαμε
Τον Θεό τον είδαμε
Τον αντικρίσαμε βαθιά
             Γι αυτό μας λείπει τόσο


Γιατί τίποτα δε σου λείπει αν ποτέ σου δεν το είδες 



Άνοιξη
Τι τρέχουμε εδώ κι εκεί την Άνοιξη να βρούμε
                                                 Με ξένα κορμιά
Τι δεν μπορούμε οι δυο μας να την χαρούμε
                                            Ο ένας με το άλλον

Όταν ξέρουμε Άνοιξη τι είναι__ πραγματικά

Κι Εκείνη μας γνωρίζει ___προσωπικά 



          Αγάπη
Μας ένωσαν οι κεραυνοί της πυρακτωμένης χάρης
            που εκρήγνυται μες του κορμιού τα βάθη
Μας γύρισαν πίσω στη ζωή οι άνεμοι της Μεσογείου
Οι ομορφιές μας έσπρωξαν τη θλίψη να αρνηθούμε
και να ανοιχτούμε στης άλωσης τη γλύκα


             Σ’ αφήνω απ’ την αρχή να με τοποθετήσεις
Ξέρεις τον τρόπο .Το βλέπω στα χέρια σου

Στ’ αλήθεια
Η Αγάπη ειν’ επαναφορά 





crash test
Ακόμα κρατώ τα βλέφαρα μου δροσισμένα
Ακόμα τα κρατώ
Λουλουδιασμένα
Κι Άνοιξη Δεν είναι
Κι ίσως ποτέ__

Ακόμα μυρώνω στόματα στεγνά
Ακόμα τις νύχτες μπορώ και περπατώ
Και σφαλισμένα ανοίγω παραθύρια

Ακόμα μου δε χόρτασα
Κι ακόμα το ζητώ
Το σκίρτημα εκείνο σαν πλησιάζουν τα κορμιά
λίγο προτού να σμίξουν
Ακόμα το μπορώ
σε βλέμματα σπασμένα
αγιάσματα να βλέπω

κι ακόμα
έξω να μένω απ τον κανόνα
Γιατί ο διαβήτης μου δεν ειν’ για να καρφώνει
μα για να ανοίγει κύκλους
Κύκλους που τους αντέχω
κι ας γίνονται ασφυκτικοί
ενίοτε σφιγκτήρες

τρέμουν ,
τα χέρια μου ό,τι κι αν πιάσουν πέφτει
Και όταν με ρωτούν
διστάζω να το πω
ποιο είναι τ’ όνομα μου

Ακόμα επιμένω ότι ζω 







7 ταπεινές θαλασσογραφίες


Οριζόντια ψευδαίσθηση
πέρα στη θάλασσα βλέπω
ό,τι και στον ουρανό
παντού γαλάζιο
και στη γραμμή που ενώνονται
πουλιά βγάλανε λέπια
και ψάρια φτερωτά

Όλα μας περιπαίζουν



Χρωματική αντίστιξη
οι ίνες μας είναι γαλάζιες
κι οι ψυχές μας έχουν γαλάζιες διαστρωματώσεις
γαλάζιες συγχορδίες συντονίζονται μες το κορμί μου
οι μέρες μου έγιναν γαλάζιες
και Κόκκινο
ο ουρανός κι η θάλασσα



Ο Φάρος
Φάρος είναι τα μάτια σου για μένα
Φάρος ειν’ η μιλιά σου
Φάρος ειν’ η ζωή σου

είν' ακριβή η συντήρηση
και θέλει κόπο
και τα καράβια δεν έχουν πια ανάγκη
Το ξέρω

μα σε παρακαλώ
σαν έρθει εκείνη η ώρα
τον γέρο φαροφύλακα
μην τον απολύσεις

Θα σου πληρώνω εγώ το μισθό του…




Μαούνες και κλουβιά
Οι θαλασσινοί
μες τα ανοιχτά πελάγη
κι οι φυλακισμένοι
μες τα κλειστά κελιά

κι οι δυο χαρακωμένοι
και χέρια ροζιασμένα



Το ταξίδι
γαντζωμένος πάνω σε μια ρυτίδα θάλασσας
ο γλάρος ταξιδεύει
η ίδια ρυτίδα στο λαιμό σου
ταξιδεύει μέσα της όλα όσα αγαπάς



Η γυναίκα της άμμου
δίπλωσε δυο τρία κύματα θαλασσινά
τα τακτοποίησε προσεχτικά σαν νυφιάτικα σεντόνια
Ύστερα ξεκουράστηκε κάτω απ το φως…




Μόν’ έτσι γίνονται ταξίδια
Γιατί καρφώσαμε τα λιμάνια μας
πάνω στις θάλασσες
Γιατί καρφώσαμε τις ζωές μας
πάνω στα όνειρα
Έχεις εμπιστεμό;









COSMOS
Ι
Κάθε πρωινό έχει τη δική του γεύση κι ένα νόημα πολύ προσωπικό
Η αποκωδικοποίηση του εναπόκειται στις αναμαλλιασμένες γριές
Που σαρώνουν τις στράτες όλα τα πρωινά του κόσμου
Είναι η άγρια φόρα της αυγής που ανακατώνεται με τη γέρικη άργητα
Το φως της δύναμης με την ανημπόρια που δύει
Έτσι σφραγίστηκε ο κλήρος μας

Φυλλωσιές που χόρτασαν το αίμα τίναξαν από πάνω τους νωχελικά 
Την τελευταία στάλα 
Καθώς το μονοπάτι σβήνει εκεί όπου φτάνει το μάτι
Ένα άλμα ανθρώπινης ιδιορρυθμίας μπορεί πάλι να σε φέρει στην αρχή
Η απαρχή ποτέ της δεν τελιώνει 
Μόνο εσένα περιμένει
Επόμενο αναβάτη
Για πού;
Για όπου
Ποιός τόλμησε χάρτη  να χαράξει;
Γιατί πάντα το χέρι μας κι η οσμή μας αναζητούνε τη γραμμή;
Σαν τον μυρμήγκι που πάντα ακολουθεί το σκελετό του φύλλου
Αόριστη η αειθαλής πορεία και πάντα γενική
Με χέρια ανοιχτά στον άνεμο
Όχι σφιγμένα σε σκοινιά και κουβαρίστρες
Ακόμα το ψιθυρίζουν οι εξόριστες σαύρες της ερήμου
Χώνονται κάτω απ την καυτή άμμο και τραγουδούν τα μυστικά ενός κόσμου που ξόφλησε

Όσο ποθείς τη φύση καταριέσαι
Το καλοκαίρι σαν αιδοίο θερμό ανοιγοκλείνει
Κι οι τρίχες του στάχυα χρυσά στα χείλη του
Όλα τα καταπίνει
Κι ο χειμώνας
Μια κάρτα με έναν χιονάνθρωπο κι ένα καρότο να σκίζει τα σωθικά του
Πίσω οι άνεμοι εκλιπαρούν κάποιος να τους μαζέψει
Πού αλλού να φυσήξουν πια
Ποιό κομμάτι του κόσμου έμεινε αλώβητο
Σε ποια λωρίδα γης τα χελιδόνια ακόμα πετούν
Χωρίς να σκέφτονται το μέλλον;

ΙΙ
Ακούς τον βρυχηθμό;
Για σένα είναι
Έρχεται και φεύγει τακτικά
Κάθε που λιώνουνε οι μέρες και νέα σκοτάδια ξεπηδούν
Γυρεύοντας κι αυτά δικαίωση
Κάθε που μια ελπίδα γίνεται μίσος απ' την ανάγκη
Κάθε που αρχίζει η φοβερή μανία για τα όρια
Οι φωτογραφίες προορίζονται αποκλειστικά για τις κορνίζες
Και τα σώματα για τους τάφους
Πάντα η δεσποτική παρουσία του τετράγωνου
Κάθετα τείχη που αφανίζουν όσα περικλείουν
Εκχώρηση δικαιωμάτων για μια ψευδοπροστασία
Διαπραγμάτευση ποταπή στο όνομα της τάξης
Κάτι ήξεραν τα ψάρια που αρνήθηκαν να βγουν απ' το νερό
Πάνω στο χώμα οι πάσσαλοι και τα σύρματα στήνονται πιο εύκολα
Τι μακάβρια για το γένος μας ώρα
Όταν επινοήθηκε το πρώτο κλουβί
Όταν η πρώτη σιδεριά έκλεισε βαριά
Χωρίζοντας μας έτσι
Άλλους σε θηράματα κι άλλους σ' αθρωποφύλακες


Η ώρα εκείνη
Η ώρα εκείνη
Το δάκρυ της Γης

Δεν είχε που να στάξει


ΙΙΙ
Σε κοιτώ να χάνεσαι ανήμπορη να σταματήσεις το βηματισμό σου
Χορεύεις πάνω σε βράχια αλατισμένα και τα μαλλιά σου λιβανίζουν με γύρη τα χώματα
Γονιμοποιώντας ωάρια χαμένα Νυμφών και Νηρηίδων
Ο κόλπος σου δέχεται βαθειά όλες τις ξέμπαρκες ελπίδες που έχασαν το δρόμο
Όλες οι ονειροφαντασιες χαράχτηκαν στο δέρμα σου
Χρυσό φολιδωτό τώρα
Σαν έρωτας
Πάνε 2 μέρες που ένας πελαργός έχασε το ταίρι του 
Και γυρίζει αδιάκοπα πάνω απ το κεφάλι σου
Εκεί ήταν πάντα η φωλιά του
Θα πετάει ασταμάτητα  ώσπου να ψοφήσει στον αέρα
Τα φτερα του δε θ αντεξουν για πολύ
Σε κάθε γύρο αδυνατίζουν
Οι περιστροφές κυρίως οι ολικές πληρώνονται ακριβά
Τίποτα δεν κινείται και τίποτα δεν αλλάζει δίχως κόστος
Τίποτα
Και συ το ξέρεις

Έχεις αλλάξει πολλές φορές
Κάποτε ήσουν μια άναρχη ερωμένη 
τώρα είσαι η μήτρα που μέσα της καταλήγουν όλες οι προσευχές
Διάφανη πια
Μπορείς άφοβα να κοιτάς μέσα σου
Να παρατηρείς το αίμα που τρέχει
Τη φλέβα που σκιρτά
Και προπαντός να βλέπεις την ψυχή σου
Φωλιασμένη ανάμεσα στα σπλάχνα
Μια πηχτή μάζα γεμάτη αποχρώσεις
Πάλλεται κι ανασαίνει
Βαθαίνει στα ρηχά
Βυθίζεται στις κορφές της

Δεν υπάρχουν πια μυστικά για σένα
Τώρα μπορείς να καταλάβεις
Τώρα μπορείς με μια σου χειρονομία
Να αποδείξεις τον κόσμο



















Ένα βροχερό απόγευμα στην Αθήνα
Άντρας- βρέχει
Γυναίκα-ε και;;
Α- όλα θα τα πάρει η βροχή
Γ-...να πάρει μαζί κι εσένα
Α- δεν έχει τελειωμό η νεροποντή
Γ- δεν έχει τελειωμό η φλυαρία σου
Α- μάζεψες τα ρούχα;;
Γ- μάζεψε το τραπέζι
Α- μα δεν έχει τίποτα πάνω
Γ- κι εγώ όταν σε μάζεψα δεν είχες τίποτα μέσα σου
Παρολαυτά σε μάζεψα
Α- δε στο ζήτησα
Γ- μου το ζήτησε το σώμα σου
Τι ξέρεις εσύ
Α- το μόνο που ήθελα ήτανε να σωθώ
Γ- το μόνο που ήθελα ήτανε να ζήσω
Α- το ίδιο είναι
Γ- το ξέρω
Το νερό παίρνει τα φύλλα,τα πάει πέρα
Α- η σταθερότητα είναι μεγάλο πράμα
Γ- η ακινησία είναι θάνατος
Α- η γάτα γρατζουνάει το παράθυρο
Γ- χτες το καθάρισα
Α- άνοιξε της να μπει. Έχει κρύο
Γ- άστηνε να ψοφήσει
Α- είσαι σκληρή
Γ- Ναι.Γιατί είμαι ακόμα ζωντανή






ΠΑΡΟΔΟΙ ΑΝΤΟΧΗΣ

ΕΙΣΟΔΟΣ/Σκοτάδι
Πολλά που γίνανε, άλλα πικρά άλλα μικρά
Θα το θελα όχι να είχαν γίνει
Πολύς ο πόνος και σε τί ωφέλησε
Μόνο κι άλλοι τριγμοί σωριάστηκαν ο ένας πάνω στον άλλο
Βουνά
ακανόνιστες μεταλλικές λάμες, που θέριεψαν κι η όραση μας κόντυνε
Οι προσδοκίες προσαρμοστήκανε
τα μάτια χαμηλώσαν
Αυτή η ντροπή καμιά φορά μας στέρησε τον ίδιο τον αέρα
το φως και τους ανθρώπους
Έσταξε το βάσανο στη σάρκα
Την έσκαψε
την έκαμε πλάκα ανάγλυφη του μαρτυρίου
Ό,τι πέρασε από κει
όνειρο φτερωτό μα γυμνή ανάσα
γδάρθηκε άσχημα
Γονάτισαν την περηφάνια. μας ετούτες οι φοβέρες
Μας ξόρισαν μονάχους
Να παραδέρνουμε σ' έναν αλλιώτικο ρυθμό
Μακριά απ' την Αγάπη

Μας κάρφωσαν στο ίδιο εκείνο το σημείο
Σημείο Ένα
Εκεί που η ζέση η ανθρωπινή
γίνεται Μέδουσα
Ερινύα
γίνεται Λερναία Ύδρα.



ΔΙΑΛΛΕΙΜΜΑ-(πάντοτε χρειαστήκαμε το κενό
κι ας μην το κατανοήσαμε ποτέ)




Προαιρετική Διέξοδος (χωρίς σκηνοθέτη)
..σιωπή/ψίθυροι/ανάσες/οδυρμοί /σιωπή/
ψίθυροι/ανάσες /οδυρμοί
και μια κραυγή
(έτσι όπως θέλει ο ηθοποιός να κραυγάσει…)



ΕΞΟΔΟΣ /Φως
Πίσω σε εκείνες τις μέρες τις ανείπωτες
με τα μεσημέρια ακόμα φλογισμένα
που έσταζαν αβίαστα τους χυμούς τους
πάνω σε άγουρες ανταύγειες
Όλα διάφανα
και όλα στη θέση τους
Τα χαμόσπιτα
ασπρόμαυρες πέτρες ενωμένες
χυμένες σε μια χούφτα γη
Η ευθεία με τις σκιές και τη δροσιά
Νηφάλιος λώρος ανάμεσα στα γέρικα χέρια και το μύθο
Στη θέση τους
Τα χαραγμένα μονοπάτια που οδηγούσαν ακριβώς και μόνον στην κορφή
ποτέ κάπου αλλού
Οι μύλοι και τα αλώνια,όλα μνημεία κυκλικά
πέτρινες μήτρες σε λόφους και πλαγιές
που δέχτηκαν μέσα σιωπηλά το σπέρμα της παιδικής λαχτάρας
κι έγιναν για χάρη μας καράβια,πολιτείες,κάστρα κι αγκαλιές
Πόσα κορμιά δεν έπεσαν κάτω από τα τείχη εκείνα
στην Τροία και στο Μαραθώνα
Πόσες φορές δε ξεχαστήκαμε μέσα στο πλίνθινο καράβι
που όλο πήγαινε και ποτέ δεν έφτανε..
Ήταν εκεί κι ο Αγαμέμνων κι έδινε το σήμα
πως το ταξίδι πάλι αρχινά
Άτρωτα μάτια κι ανάσες πυρηνικές που σμίχτηκαν με τη σπορά τον κόπο και την προσμονή
Είχαμε τον κόσμο αρνηθεί σαν να ‘μασταν σοφοί


Και τώρα
γίναμε οι Ειδικοί
του χώρου και του χρόνου
Τηλεχειριστές της Ιστορίας
Κι Εκείνη η Γη που
ως να το όφειλε
μας έκανε καρπούς της
φύτρες της και ρίζες νοερές
δε ζήτησε ποτέ τίποτα από μας

Μόν’ που και που να τη θυμόμαστε
Και να γυρνάμε πίσω
να μπήγουμε το μέτρο μες το χώμα
να αφήνουμε το φως της μες τα μάτια
και να βλέπουμε
Τί μας απέμεινε
Και τί μένει ακόμα να ζητήσουμε



Τα ονειροσάββατα
Τα όνειρα μας είναι ζωντανά
Ζωντανά που μουγκρίζουν
Κάποτε συνουσιάζονται τις νύχτες
γεννώντας νεογνά καινούργια παραμύθια
Τα όνειρα μας ειν’ κοινά
Αδέρφια από ίδιες μάνες κι άγνωστους πατεράδες
Ειν’ και περαστικά
και τί αφήνουν πίσω
Τί γίνονται τα όνειρα όταν πια δεν μας κάνουν
Όταν τα παρατάμε
Έτσι
Έκθετα
Μοναχά
κι από που να βυζάξουν;

Άφησα ένα κρίνο στο κοιμητήριο των Ονείρων




OVER
Σκισμένα σπλάχνα
από γέννες που δεν τέλειωσαν
Τυφλές σκιές
ακαθορίστων όγκων σε παφλασμό αορίστου
Βλέμματα
που σαλεύουν χωρίς εστίαση πια
Δάχτυλα
γαντζωμένα πάνω σε ξύλα και σταυρούς

Ανεβαίνουν
Ανεβαίνουν οι κραυγές μας
Συνεχόμενες σπασμωδικές
Δε έχουν τελειωμό
Ψάχνουν λυσσαλέα
Κάποιον να τις ακούσει
Κάποιος να τις ρωτήσει

Τί είν’ τούτος ο χαμός

Όλο το σύμπαν έκλεισε
δωμάτιο στεγανό
κι εμείς μέσα
ενσφράγιστα μελίσσια
σαν να περιμένουμε
για την ψυχοστασία

Μόν η φωνή μας μενει

Ανεβαίνουν οι κραυγές μας
χτυπάνε στα εμπετάσματα τ’ ουρανού
κι όλο ανεβαίνουν
ασταμάτητα
ψάχνουν οι κραυγές μας
ψάχνουν
κάποιον να τις ακούσει
κάποιον να τις δεχτεί


Κι εμείς
αγωνιούμε
μια απόκριση να έρθει πίσω
έστω ο αντίλαλος τους
ή ένα ασυνήθιστο αεράκι
-Ακούει κανείς;
-Over

-Εδώ όντα από λάσπη
Προδιαγραφών καλών
που όρθια στέκονται
και επιδέξια κινούνται
Χαριτωμένα πλάσματα
Δύνανται να μιλούν, να ακούν
και να υψώνουν χέρια
Ακόμη
Να προσεύχονται και να καρτερούν
Όντα μικρά που εύκολα ματώνουν
Και γρήγορα τελειώνουν
Μα πάντοτε στον ουρανό προσβλέπουν

Τούτα τα όντα
Τα τόσα και ζωηρά
απόκριση αναμένουν
Αιώνες τώρα
Αιώνες
Ατέλειωτους αιώνες
Καρτερούν
και καρτερούν
Μαζεύονται σ' ακρογιαλιές
Όλα μαζί
Κοιτούν τα αστέρια

Κι ιστορίες λένε μεταξύ τους
Χαριτωμένες ιστορίες
Για θεούς και δαίμονες
Δράκους και πριγκηπέσες


Και τούτο το δικό τους συμπαν
Το ανθρωπινό
Σα φούσκα μεγαλώνει
πάνω από κείνο τ ακρογιάλι
Φουσκώνει
κάθε μέρα όλο και πιο πολύ
(Φαντάζομαι από ψηλά θα ξεχωρίζει)
Είν’ τόσο φωτεινό
Γεμάτο καρδιοχτύπια
προσευχές κι ανασες

Μα με το υπόλοιπο δε λέει να ενωθεί…

Χαριτωμένα πλάσματα
Και πολυμήχανα
Ορθώνονται
Πέφτουν
Κι ορθώνονται ξανά
Μα οι κραυγές δε σταματούν
Ποτέ και για κανέναν
Ψάχνουν οι κραυγές μας
Ψάχνουν
Ψάχνουν σε σπηλιές
Σε ωκεανούς και όρη
Στοίχειωσαν τον αέρα
Τσακίσανε πουλιά

Δεν έφτασε ετούτη η γη

Πατήσανε πλανήτες
Περάσαν γαλαξίες
Λιώσανε
σε ήλιων πολλών στεφάνια
Μα ακόμα ψάχνουν
Όλο ψάχνουν
Ποτέ τους δεν κουράζονται
Ψάχνουν οι κραυγές μας
Ψάχνουν



Πόρτες
Αέρηδες εις το μέσον του πρωινού
Ήλιον πεντάσχιστης ανατολής
Λαβαρόστητος Αφοίνικας
κι απέξω
Στρατομαζώξεις και λαοσυνάξεις”

Πόρτες
Πόρτες μου εσεις
Σας λάδωσα, σας βερνίκωσα
Σκιρτάω στον κάθε σας τριγμό
Σας γλύφω κάθε μέρα από πάνω μέχρι κάτω
Τα πόμολα γυαλίζω

Πόρτες μου αστόμωτες

Πότε θα μου ανοιχτείτε 



ΦΟΡΗΤΟ ΣΑΡΚΙΟ
Πώς να το πω
Πώς τόσα ταξίδια τ’ άντεξα
Πώς ενωθήκαν όλοι οι λεωφόροι
κι οι ορίζοντες μοιάσαν τόσο μεταξύ τους

Εικόνες που πάρθηκαν στο φως
απολιθώματα αναίτια τώρα
Ονόματα και πρόσωπα που αρνούνται να σβηστούν
ζητάνε θέση και τιμή
μα ο χρόνος που τα πέρασε τα έκαμε σαν ξένα
και πια δεν τα γνωρίζω

Δε θέλω να ξέρω
Η ασάφεια του βήματος
μου γινε ο μόνος Νόμος μου.
κι ο μόνος οδηγός
κι εκείνη η φωτιά που έλιωνε το φόβο και τίναζε τη σάρκα
τις νύχτες που ανέπνεαν οι φλέβες των ονείρων μου
πάντα μόνος
Κι αυτή η οσμή που αφήνει πίσω το αίμα μας

Οι στάλες μας έθρεψαν και πάλι
τον θάνατο μας..



Τα χρόνια του πατέρα
Τα χρόνια του πατέρα δεν πέρασαν ακόμα
Μες τα χέρια του κρατά και τα δικά μου χρόνια
Με πόσες ευχές
με ξάνοιξε σχεδόν βίαια στον κόσμο
Τότε
«Πάντα θα σου φυλάω τα όνειρα
Έμαθα να τα σέβομαι σαν να ’τανε δικά μου..»
Είπε
Και τώρα
Τα χρόνια του πατέρα
είν' τα τραγούδια μου



ΜΑΣΚΟΦΟΡΟΙ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟΥ
Να ‘ταν οι άλλοι απ’ αλλού
Να πω καλά. Δεν μας ξέρουν
Δεν ξέρουνε τα πάθη μας ,την ώρες ώρες μας κατάντια
και βάλαμε τα καλά μας
Να μη μας καταλάβουν κι ο μύθος μας χαλάσει
τη γύμνια μας μη δουν..

Μα εμείς
Τί κρύβουμε ο ένας απ τον άλλον;




VAL ή τα ρόδα του αγέρωχου
Τα ρόδα του αγέρωχου
Έχουνε το χρώμα της πέτρας
Και μυρωδιά που έρχεται από μακριά
Απ' τα μέσα
Τα κατάβαθα___



ΝΕΒΡΟΖ
Νεβρόζ οι άνθρωποι χορεύουν
Νεβρόζ οι άνθρωποι λαχταρούν πάντοτε να χορεύουν
Νεβρόζ οι ήρωες κάποτε ήταν χορευτές
Ανέμελοι
Σ’ αίθουσες καπνισμένες
Χέρια χέρια χέρια
Χέρια τυραννισμένα .Τους διάλεξαν Νεβρόζ
Τους τράβηξαν απ το χορό Νεβρόζ
Τους έσπρωξαν στα βάθρα Νεβρόζ
Τους κρέμασαν τα είδωλα στους τοίχους
Νεβρόζ

«Πρώην χορευτής και νυν ήρωας»

-Ήρωας! Ήρωας! Ήρωας !

-Χελιδόνι που αποκόπηκες απ' τα άλλα τα πολλά
Γιατί η Άνοιξη καθυστερούσε κι έπεσες στο όψιμο χαλάζι
Μας βλέπεις τώρα που για χάρη σου χορεύουμε;



[Νεβρόζ,Newroz=η Νέα Μέρα,η Εαρινή ισημερία,γιορτή αναγέννησης και η Πρωτοχρονιά των Κούρδων]




                                                                                                   


μάταιον όρος

Ρυμουλκήσατε με εις την άκρην
το ταξίδι τελείωσε
ή μήπως δεν άρχισε ακόμα;
Βυθίσατε με επειγόντως
η μηχανή σταμάτησε
ή μήπως κάποιος την λαδώνει;
Διαγράψατε με ανεπιφυλάκτως
απ' τα θλιβερά ληξιαρχεία σας

Έτσι κι αλλιώς ποτέ μου δεν έκανα εγγραφή




                                                                                                    
η αναφορά ήταν λειψή..
Η αναφορά στο πρόσωπό μου δε με έπεισε... καθόλου μάλιστα...έπρεπε να ειπωθούν πολλά 
ξανά και ξανά,ατέλειωτες φορές και με τρόπο απόλυτα σαφή...όχι ..αυτή η αναφορά δε με έπεισε καθόλου ..ήταν γεμάτη ανακρίβειες κι ελλείψεις..καμιά αναφορά δε με πείθει πια...
όταν αναφέρονται ή αναφέρομαι κελαηδούν κατσίκες κι οι μέρες συλλογιούνται.




Τους τιμώ
Όσο μου ζητούν να χαμηλώνω τόσο με τιμούν
μου κάνουν μεγάλη Χάρη
όσο χαμηλώνω ανακαλύπτω ηδονικά την κυκλική μου τάση
την μεθυστική περιδίνηση γύρω απ την τροχιά μου
καθώς το κεφάλι μου περνάει κάτω απ τα αχαμνά μου
γλείφοντας τα άγρια
ξεπηδώ με τη γλώσσα έξω
πάνω απ την πλάτη μου
σέρνω τα δόντια μου βαθιά της να την οργώσω
και ανατοποθετούμαι θριαμβευτικά στο λαιμό που με προσμένει

Ύστερα απο μια πλήρη άκρως ιδιωτική κι απόρρητη περιστροφή
γύρω απ τον εαυτό μου
επιστρέφω εκεί απ' όπου ξεκίνησα: μα τίποτα δεν ειν΄ το ίδιο

Η όραση μου εκτυφλωτική πια απλώνεται παντού με άγρια χαρά
Σαρώνει
Δεν το αντέχουν
Φεύγουν μακριά ατιμασμένοι

Να ναι καλά όσοι μου ζητούν να χαμηλώνω
Τους οφείλω τον Ήλιο μου





Αθήνα
Έστριψε στη γωνιά του δρόμου με το αίσθημα της σκουριάς  που πέφτει απ΄ τη σιδεριά
"Οι πέτρες της πόλης έχουν αλλιώτικο χρώμα" είπε
"Οι λεωφόροι είναι ποτάμια ξεραμένα που μέσα τους κυλούν κραυγές
και τα δέντρα φορούν τη θλίψη των εγκαταλελειμμένων γριών στα μπαλκόνια του Αυγούστου.."

Κάπου κάπου βγαίνω έξω με τη λαχτάρα του Ανοιχτού
κάπου κάπου πετρώνεις εκεί που περπατάς






φιμέ πόλη


Φαιές προσευχές

και Φαιάκων υγρά πάθη

Αναπαριστώμενα

σε αναχώματα και προσχώσεις




Στα τυφλά προχωρούμε

Εμείς οι ίδιοι θεοί

για όσο κρατάει μια γέννα

κι ένας θάνατος




Περιφερόμαστε ή στεκόμαστε

Κοιτούμε ή δεν κοιτούμε

Αποσυντονίστηκε πια η συντήρηση μας

«Εναγώνιο σκανάρισμα

στα στρώματα των κατατεθειμένων ιζημάτων μας

και αναδρομική έκθεση ανομοιογενούς υλικού

εις αποκατάστασιν των βαθύρριζων αποκοπών μας…»




Στα τυφλά προχωρούμε

Χωρίς τη πανοπλία της αλληλοκάλυψης

Και το μοίρασμα της υπερωρίας

Χωρίς εκεινη την ανταλλαγή

της μοναδικότητας και του απολύτου

που φωτίζει δυο πρώην έρημους




Στα τυφλά προχωρούμε

Διαγράφουμε την αδεξιότητα μας

σε πεζοδρόμια συγκεχυμένα

και τσιγάρα που πυροδοτούν λίγο κουράγιο ακόμα




Και η πόλις εάλω

Κίτρινα αυτοκίνητα παντού

Η αλληλουχία του κίτρινου

σημάδεψε τη νοηματική μου σαφήνεια

Όλα κίτρινα

Και φιμέ

Φιμε παραπετάσματα

Δεν φαινόμαστε πια




Τώρα τα σώματα μπορούν

«απενοχοποιημένα»

να λικνίζονται στους συσχετισμούς του απόμερου

Αυτή η λαγνεία της απόσπασης

έγινε πια παλιμπαιδισμός _άσχημο ξυλοκόπημα των ψυχών




Όλα κίτρινα

Κίτρινες κινητές διακλαδώσεις

Όλη η πόλη φιμέ

Παντού απόπειρες φιμέ

Σ’ έναν κόσμο που προτίμησε

τη σκοτεινή Εποπτεία

απ’ την Εξομολόγηση








ΟΙ ΩΡΕΣ



Λέει:
"Του Χρόνου 
σωματοποιημένοι ελιγμοί

Βασανιστές της ύλης

Στιγμής παράκαιρης
φωνασκίζουσες νοικοκυρές

Εκδικητές
υδρογείας περιστροφής

και ανακυκλουμένων συμφορών
Μοιρολογίστρες
Παρηγορήτρες
φέρουσες ιόντα ιαματικά

Σύμπασα μηχανή
ελατηρίων μεταβλητών

και βαλόντων δεδομένων"




Ο δείκτης σε σχετική παραλλαγή




Οι Ώρες

και ωρών Λεπτά

λεπτά σκουλήκια

Ροκανίζοντα

εντοιχισμένες συνουσίες

και γάμων επετείους

Οράματα στρεσαρισμένα

παγκοσμίου πατέντας

Ξόανα επισήμων τελετών

και βουβονίων

ελλειπτικούς προσδιορισμούς

Μεταρρυθμιζόμενα κορμιά

σε τόνους υφαρπάζουσας μοναξιάς

Φοίνικες της Γης που αυτοπυρπολείται

σ ένα ανελέητο speed

προς την Ατλαντίδα



Ώρα καλή Ώρα στερνή

Ώρα ευλογημένη


Ώρα

ορώντας

ορατών

πάντων δε

κι αοράτων


Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή/ Μιας ώρας ελεύθερη πτώση



Τα πάντα

στου κόσμου τις αιώρες

Ώρες
Ώρες

Πανώριες κοιμωμένες









το τόξο


καθώς μιλάς να ακούς

κι όταν περπατάς ακίνητος να μένεις

κι εκεί που απο-φεύγεις να αγαπάς

μακριά να κοιτάς και κοντα να πιάνεις

την ώρα που ευλογείς τη γη
         
τον ουρανό να αγγίζεις
         
κι όταν καταριέσαι ευχές να ζωγραφίζεις
         
αυτή ειν' η ζωή

τόξο που σε πετά μακριά

κι όπου πέσεις

εκεί πρέπει να φτιάξεις σπιτικό

χωράφι και πατρίδα

εκεί και την αγάπη σου

εκεί να αγωνιστείς

μα εκεί και να πεθάνεις

αυτή ειν' η ζωή_είναι και δεν είναι

κι ο Χρόνος

ο ποιητής των πάντων

περνά και δεν περνά

και όλα μέσα του χορεύουν

κι όλα του τραγουδούν μύθους κι ιστορίες

περνά και δεν περνά

κι όνειρο ειν' οι πράξεις μας

μα είναι και αλήθεια

κι οι θύμησες είναι ζωή

μα ειν' και παραμύθια

κι ο Έρωτας

ο μέγας ο τελετουργός

της ηδονής ο μύστης

αντάμα είναι και τα δυο:

κι ο θάνατος και η ζωή μας





      



ευχές

δεν είναι μόνο να εύχεσαι να 'ρθουν τα καλά


είναι και να ευχαριστείς  για τα κακά που γλίτωσες





οι  πλατείες 

μες τις πλατείες των ανθρώπων

ένα γίνονται όλοι

κουβάρι κουβαράκι

δίπλα δίπλα περνούν

χρηματιστές και μετανάστες

παιδιά μικρά που δεν κοιμούνται και δεν παίζουν

μόνο πωλούν

κυρίες που βγαίνουν γιατί δε μπορούν να μείνουν μέσα

μόνο ζητούν

ανελέητες νοικοκυρές που αλληλομαστιγώνονται με σακούλες του σούπερ μάρκετ

κι άντρες

άλλοι αναζητούν στις γωνιές και μες τους υπονόμους

τον έρωτα

πιασμένοι χέρι χέρι για να μη φοβούνται

κι άλλοι κρατάνε όπλα κι αχνίζουν βία τα στόματά τους

και βέβαια τουρίστες 

απηυδισμένοι  απ' την πολλή απόλαυση

που φωτογραφίζουν και κάνουν συλλογή το τίποτα

για τρέμουν το κενό

όσο τίποτα

και μουσικοί του δρόμου

απόκοσμες  νότες  περαστικές

μα είναι τούτα αληθινά;

πέρα για πέρα

όσο αληθινός είσαι κι εσύ  ή όλοι αυτοί

όσο αληθινή είναι κι η πλατεία που πάνω της πατούν

και με το θράσος του ασυναίσθητου την οργώνουν





Η Ραψωδία της μεταμόρφωσης

Αυτές οι ώρες της αγωνίας
σα δρεπάνια θερίζουν την πίστη μέσα μας
Στάχυα λιωμένα πέφτουν κάτω οι δυνάμεις μας
Μεγάλη απρέπεια όταν η καχυποψία νικά τον άνθρωπο
Δύσκολη στροφή
Ακόμα κι εκείνος που αγαπάς
να γίνεται υπόδικος
να τον φοβάσαι
να φοβάσαι τις σκέψεις σου τις ίδιες
Μα πάνω απ όλα τον πόθο σου για ελευθερία
Ταπεινωτική ώρα
να τρέμεις τον διπλανό σου
να τρέμεις μήπως το καλό που θες απλόχερα να χαρίσεις
γίνει θηλιά και σε πνίξει
Αποτρόπαιο
Πώς γίναμε έτσι
Εχθροί
σε πόλεμο ακήρυχτο
Πώς να πιαστεί ετούτη η φαρμακερή σαύρα που έρπει
αθόρυβα μες τα σπλάχνα μας
Πώς να βρούμε πάλι την πίστη μας στον ανοιχτό ορίζοντα
Τί μας αφαίρεσε την ομορφιά
Ποιά παγερή μέδουσα αγκάλιασε τις ψυχές μας με μαύρα πλοκάμια και
μας τραβάει πέρα μακριά
Θέλω πίσω την έντρομη ψυχή μου
κι ας ξέρω πως είν’ φιλέτο
για τα όρνια τα αιμοβόρα
που οσμίζονται το καθαρό το κρέας
κι έλκονται επικίνδυνα
Ας πλησιάσουν λοιπόν
Ετούτο το καθάριο φως θα τα τυφλώσει
Ετούτη η εφηβική δροσιά
γλυκά θα τα μουλιάσει
Θα πέσουν τα νύχια τους
Το δέρμα τους θα μαλακώσει
Θα γίνουν πάλι νεογνά
άφτερα τυφλά πουλάκια
Ας πλησιάσουν
Μέρα με τη μέρα
της νέας άχραντης ψυχής
οι φύλακες θα γίνουν
και της αιώνιας αθωότητας

οι Ραψωδοί






Το πείραμα

Αισθάνομαι σαν/με στοίχειωσαν οι ελλείψεις μου
Γαντζωμένο πάνω σε /με παραπλάνησαν οι ιδέες μου
Που αδιάκοπα γυρίζει μαζί με/ “όλα αλλάζουν και ουδέν μένει”
Και ένα λουλουδάκι κίτρινο φως/ας φυτευτούν απ την αρχή 
όλα τα λουλούδια του κόσμου
Φέγγει ανά/ανάμεσα στο αναμασητό μας
Για να 'μαστε ορα/ έχει σκοτεινιάσει η ανθρωπότητα ή μήπως ο ουρανός
Να βλέπουν το /ό,τι κι αν δω είναι λίγο πια
Είναι η λυχνία του/ κι οι ποιητές οι λυχνοστάτες
Του δικού μας κουτιού Νο../όλες οι τακτοποιήσεις της υποταγής έχουν νούμερα
Από κει/από οπουδήποτε μπορεί να ξεκινήσει μια αλήθεια
Μέσα σε ένα τεράστιο /όλα τα μεγέθη είναι σχετικά
Καταλαβαίνω ότι είμαι μέρος ενός /όλα είναι αλληλεπίδραση
Οι θεμελιώδεις αρχές που παραβίασε η επινοημένη ηθική/γυρνώ ξανά 
στην παιδική μου ηλικία
Αλλά ποιος /ο όποιος είναι ή ορίστηκε να είναι
Πόσο πιο μεγάλος / ή πόσο ίδιος “καθ' εικόναν και καθ' ομοίοσιν”
Άραγε μπορεί να /κι αν δε μπορεί;
Γιατί φωνάζει; /κάθε μας κίνηση είναι μια κραυγή
Γιατί επιμένει;/κάπου πάντα οδηγεί η επιμονή
Λογικά θα έχει αυτό το/κι αν δεν το έχει;
Πάλι χαμένοι είμαστε/ή μήπως κάτι δε βλέπουμε;
Ίσως γιαυτό εδώ κάτω ειν' ήσυχα /πιστέψαμε πολύ στα ανώφελα παραμιλητά
Έχουν τη σταθερή πεποίθηση ότι είναι απαραίτητα και χρήσιμα/
τα παραμύθια πάντα πιάνουν τόπο όπου κατοικεί η ατέλεια
Τα έχουν κάνει μέρος της ζωής τους/πώς αλλιώς;
Δεν τα αρνούνται έχουν προσαρμοστεί τέλεια στο /ο νόμος της εξέλιξης
Εγώ πάλι μαζί και με άλλα λιγοστά/ίσως η παράταιρη αρρυθμία ειν’
ο πραγματικός ρυθμός του κόσμου
Αρνούμαστε να είμαστε/το μη είναι η δικαίωση του είναι
Εγκλωβισμένα σε /ο εγκλωβισμός αυτός είναι η επιτομή του αγώνα
Υπάρχει μέσα μας κάτι που δεν /δεν γίνεται τίποτα χωρίς μια πρώτη Αρχή
ο αγώνας μας είναι διαρκής/η ανυποταγή κινεί το σύμπαν
Αυτή η θέση και η φύση /θέσει και φύσει επαναστατημένοι
Αγωνιζόμαστε μέσα από τα /μπορεί η τρέλα να είναι ένα είδος λογικής
Μέσα από τα που είμαστε /να 'σαι κάπου χωρίς επιλογή 
η τέλεια εξάσκηση πάνω στο παράλογο
Να επιστρατεύσουμε όλη μας την/ η ψυχή είναι δύναμη της φύσης
Όση μπορεί να διαθέτουν τέτοια πλάσματα /μες τον μικρόκοσμο 
μόνο το απόλυτο μπορεί να έχει αξία
Προορισμένα για /η ελεύθερη βούληση των σκλάβων
Προσπαθούμε συνεργαζόμενα να /ίσως ό,τι μένει 
ειν’ αυτή η αλληλεγγύη των ομοιοπαθούντων
Το τοίχωμα της να /όλα τα τοιχώματα χωρίζουν κάτι ενιαίο 
που ζητά να επανενωθεί 
Και να στείλουμε πέρα ένα/η αλήθεια κατοικεί μες τη ρευστότητα

  Ιδέες νεροτσουλήθρες ,όνειρα αέρικα, έρωτες κι ερωτηματικά ,αστεριών φώτα 
και πλανητικά αρώματα,πυρσοί αναμμένοι σώματα και κόλπα μαγικά 
σε καπέλα ουρανικά,των ανθρώπων η εξεγερμένη πόλη και της Βερενίκης κόμη

Αν τελικά υπάρχει κάτι/η Ύστατη φαντασίωση της απόλυτης αδυναμίας μας
Θα ακούσει το/έτσι όπως ακούμε και μεις τον ήχο των φύλλων που τσαλαπατούμε
σαν../σαν ένα απόκοσμο βογγητό κοκάλων που λιανίζονται
Ίσως σα μια δόνηση ηλεκτρική της /όλα είναι χημεία
δε στέκεται μοναχός κανείς/ενώσεις αποκοπές κι εκρήξεις σε αδιάκοπη ροή
και τα πιστεύω μας/κι η ηθική μας μέρος ετούτου του κανόνα
Αλλά ελπίζω ότι/ακόμα ελπίζεις ;
Θα /η πιο πλάνα λέξη του σύμπαντος
Το μέλλον ήδη έχει περάσει/η γνωστή εμμονή με την παραμυθία
Ότι κάποια από τα /όντα ονομάσαμε τα πήλινα κανάτια
που είναι μόνο για να φιλοξενούν κοπριά και κοπριά να γίνονται
Ξέρουν ότι είναι εκεί/μια κάποια συναίσθηση 
είναι μέρος του γενικού Υπερπρογραμματισμού
Υποψιάζονται τι μπορεί να /σαν τυφλές σκιές σαλεύουνε τα πλήθη
Και ζητάνε χάρη/τι άλλο να ζητήσεις άμα πονάς;
Να εξαιρεθούν απ' το/η εξαίρεση σοφή επιλογή της μοίρας
Διεκδικούν μιαν άλλη /μιαν άλλη μεταχείριση

Πιο, πιο/ ό,τι ανθρώπινο, δηλαδή ό,τι φυσικό

Δίκαιο για όποιον σπάει τα δεσμά μέσα του
να ζει ελεύθερος




Ο Συλλέκτης

Πάλι κοιτάς τι είπανε οι άλλοι;
Πάλι την αγωνία σου εκπαιδεύεις
Και ψάχνεις τι
Μες τις νεκρές τις σκέψεις
Τις προπαρασκευασμένες
Αυτές που φτιάχτηκαν σε χρόνους σκοτεινούς
Κι ακόμα ειν' εδώ
Ακόμα επιμένουν την ομορφιά να πολεμούν
Ακόμα σε σκοτώνουν

Που ακούστηκε το παρελθόν το μέλλον μας να κλείνει
«Συνέχεια» να μας αποκαλούν και να απαιτούν να είμαστε το ίδιο;

Ψυχαναγκαστικό delivery διαμέσου των αιώνων..

Σε ουρανούς και σε γραφές
γυρεύεις την αλήθεια
Εσύ η μόνη Αλήθεια
Εσύ παιδί της Τύχης
Διάλεξε τα υλικά σου
Αρχίζει η κατασκευή_ ανασκευή θανάτου
Τα όνειρα κι οι πόθοι σου η ζωντανή ουσία
Ο μόνος νόμος ο σωστός
Ο Φυσικός

Όσα οι άλλοι είπανε σκουπίδια
Ειν’ τα πολύτιμα σου
Τρόπαια της στιγμής
που κέρδισες με ιδρώτα κι άλλοτε τυχαία

Τα πολύτιμα μας
Τα σπάνια
Τα ιερά
Τα αυστηρώς προσωπικά
που τόσο ευλαβικά μέσα μας συλλέξαμε
σε μια αναδρομική
έκθεση διαρκείας

Όταν ο όχλος φωνασκεί
κι οι βάρβαροι χτυπούνε

εγώ επισκέπτομαι τη μυστική προσωπική μου συλλογή




Το ξέφωτο της Χαράς

Η αλεπού με την κόκκινη φούστα βγήκε στο παζάρι
Ο σκύλος που κρέμεται απ το δέντρο λεει ιστορίες
Οι φράουλες γαντζώσανε στου σκίουρου την ουρά
Κι ένα κουναβάκι παίζει φλάουτο κάτω απ΄ τον θάμνο

Φαγώθηκαν τ' αγάλματα σε τούτο το λιβάδι

Ο βάτραχος ρούφηξε στη φούσκα του όλο το ψέμα
και το ‘φτυσε στη λίμνη






Απρόσμενη επίσκεψη

Βάστα στάσου
Μην πετάς τα κεραμίδια απ τη σκεπή
Άσε τη γάτα πάνω να προχωρεί
Άστη να διαφεντεύει
Άσε τους κηπουρούς να κλαδεύουν τα άγρια
τις φυλλωσιές να αναρριχώνται στα πόδια σου
Να γαργαλούν οι κισσοί τα στήθια σου
Άσε τη μελλισοβοή να διαπερνά το κεφάλι σου
Και τα σφυριά να γυρίζουν ανελέητα γύρω σου
Τον αχό της μάχης να αναπνέει δίπλα σου

Ξέρω
Σου 'γινε συνήθεια η κατήφεια
Σου 'γινε συνήθεια να φοβάσαι
Και να μη ζητάς
Τώρα όμως που η ζωη άρχισε πάλι μέσα σου να χτυπά
Έτσι απροειδοποίητα
Παραξενεύτηκες
Δεν το περίμενες
Μα μην αφήσεις αυτό το ξάφνιασμα
τον χτύπο τούτο να μαράνει

Τώρα που η μοίρα έλαχε μέσα σου να χορέψει
μην είσαι αγενής οικοδεσπότης
Φίλεψε την ό,τι καλό έχεις
κι άστηνε να απολαύσει το χορό της







Γύρω γύρω όλοι

Μιλούσαμε μια νύχτα για ταξιδευτές και άλλα συναφή
Πιάναμε χρώματα
Κάτι σκύλοι ξεχασμένοι απ' την ουρά τους
περνούσαν το κατώφλι

Δε λόγιασα τα όνειρα
Δε μέτρησα ποτέ μου τα άστρα
Κι ούτε φοβήθηκα να είμαι ο παράξενος
Να 'μαι εδώ
Πότε μέσα πότε έξω απ' τον κύκλο
Γύρω γύρω όλοι στη μέση ο ..
Πότε μέσα πότε έξω
Γύρω γύρω όλοι

Στη μέση o παραμελημένος μας εαυτός 



Ηχώ εσωτερικού χώρου

Εσύ
Σώμα που περιπλανιέσαι νωχελικά κι αναίτια
μες τη σκόνη της αοριστίας
Μη χάνεις άλλο τον καιρό σου
μακριά απ' την ομορφιά
Πάρε θέση
Γιατί ο πόνος ειν' τρελός
κι έρχεται όποτε του κάνει κέφι
Μα η ηδονή
Η ζωτική θεά
Είναι δικιά σου επιλογή
Δικό σου μετερίζι




Λίγο ακόμα

Ο δρόμος ανέβαινε
Χάνονταν μέσα σε κάτι χόρτα που έκαιαν
Μια μπάλα σουλατσάριζε μοναχή της
Χωρίς πόδια να την κλοτσούν
Ελεύθερη
Άραγε σαν περπατούν οι άνθρωποι
ξέρουν που πάνε;
Κι αυτοί που ξέρουν πώς το μαθαν;
Ποιός τους ψιθύρισε το μυστικό;

Λίγο ακόμα και θα μάθουμε που πάνε οι άνθρωποι
Θα μάθουμε γιατί πηγαίνουν
Και γιατί τραγουδούν
Πώς έμαθαν οι άνθρωποι να τραγουδούν
Πώς έμαθαν να αγαπούνε


Άνθρωπος
Λίγο ακόμα και θα μάθουμε
γιατί αυτή η λεξη είναι η πιο παράξενη
που άρθρωσαν ποτέ τα χείλη μας






  Παράκληση

Μεγάλε και ανείπωτε θεέ
Μη με αφήνεις άκαρπο
Τώρα που σου μιλώ κοιτώ τα χέρια μου
Τα περιμένω να ανθίσουν
Να πετάξουν κλώνους και χυμούς
Τα γλύφω με τη γλώσσα μου να υγρανθούν
Τα λιπαίνω με πολλά βλέμματα προσμονής
Περιμένω να με προσέξεις
Να δω κεράσια μες τις χούφτες μου
Να τυλιχτώ σε πάχνη πρωινού
Και μετά τίποτα
Να τρέχω 
Να τρέχω μέσα στα μάτια σου
Και να αντηχούν τα γέλια μου μέσα στο αιώνιό σου πλάγιασμα

Ξέρω ότι εσύ δε τρόμαξες από την αμαρτία
Ξέρω ότι με σκέφτεσαι με τρυφερότητα   




Καρφιά

Καρφιά οι ώρες μας
Καρφιά που κάθε τόσο πυρώνουν ξεπυρώνουν
Γίνονται λάμες κοφτερές
και σιδερόφραχτα κελιά
Γίνονται εθνικές οδοί με μπάρες προστασίας απ' τη μανία των ανθρώπων
και  χαλιά μεταλλικά αρκούντως μαγικά για  φακίρηδες χρεωκοπημένους 
Η' σκαριά για να μπαρκάρεις ευθύς για το βυθό

Καρφιά οι μέρες μας
Περιπλέκονται μεταλλικώς αναρριχώμενα
μες τα όνειρα μου
Λιώνουν
μέταλλο χυμένο μολυβένια λάβα
που γεμίζει κάθε λογής καλούπι
Άλλοτε πάλι σκάλες σιδερένιες
Έξοδοι κινδύνου
από  πολυκατοικίες ενοίκων
χωρίς Οίκο

Καρφιά τα χρόνια μας
Τρυπούν το σάκο των αιώνων
Πινέζες γίνονται στα σάνδαλα της ιστορίας
και σφαίρες στα στήθη των ονείρων
πολλά καρφιά ενωμένα ανά δεκαετία
ένα βαρύ παλούκι όλο μες την καρδιά μας
που πάνω του σκαρφαλώνει το ρόδο της αγάπης
και παλεύει σύγκορμο το σίδερο να πνίξει


Η ανελέητη ανάγκη του ανθρώπου να καρφώνει
Η ανάγκη να τρυπά
Η ανάγκη να σταυρώνει..





Η κάθε πρώτη φορά

Χρυσωμένα σεντόνια δεμένα στις άκρες με πορφυρά σκοινιά
σαν αμφορέας τις εποχές της δόξας
Εκείνος
Γριστρούσε και χανόταν μέσα 
γινόμενος άλλοτε σκόνη
κι άλλοτε κόκκινα τριαντάφυλλα που ανέβαιναν και μοσχοβολούσαν
Αιθέρια έλαια της ψυχής
Μέσα ήταν φυλαγμένος ο κλώνος της ζωής
Το πρώτο άνθος που είδε το ήλιο πάνω στη γη
Το πρώτο ψάρι που διέσχισε νερό
Η πρώτη φορά που σπαράχτηκε ζαρκάδι
Το πρώτο βήμα του ανθρώπου πάνω στο χώμα
κι η πρώτη ανατολή
Όλες οι πρώτες συνουσίες 
Οι πρώτες γέννες
κι οι πρώτοι Έρωτες ήταν εκεί
Μέσα
Όλα καλά φυλαγμένα
Όλες οι πολύτιμες αρχές
Όλα τα γενναία ξεκινήματα
Όλες οι πρώτες οι φόρες του κόσμου τούτου
Καλά φυλαγμένες μέσα στο χρύσινο ασκό

Για να μην ποτέ
γίνουνε τελευταίες